- ὀρύσσω
- ὀρύ̱σσω , ὀρύσσωdigpres subj act 1st sgὀρύ̱σσω , ὀρύσσωdigpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
ορύσσω — όρυξα, ορύχτηκα, ορυγμένος, ανοίγω με σκάψιμο, σκάβω: Ορύσσω τάφρο, υπόνομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρωρυγμένα — ὀρύσσω dig perf part mp neut nom/voc/acc pl ὀρωρυγμένᾱ , ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc/acc dual ὀρωρυγμένᾱ , ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμέναι — ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc pl ὀρωρυγμένᾱͅ , ὀρύσσω dig perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμένον — ὀρύσσω dig perf part mp masc acc sg ὀρύσσω dig perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμέναις — ὀρύσσω dig perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμένη — ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμένης — ὀρύσσω dig perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμένοι — ὀρύσσω dig perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρωρυγμένος — ὀρύσσω dig perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)